κοσμογονια

κοσμογονια
    κοσμογονία
    κοσμο-γονία
    ἥ происхождение мира (название сочинения Парменида) Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κοσμογονια" в других словарях:

  • κοσμογονία — κοσμογονίᾱ , κοσμογονία creation fem nom/voc/acc dual κοσμογονίᾱ , κοσμογονία creation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμογονίᾳ — κοσμογονίᾱͅ , κοσμογονία creation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — η η δημιουργία του κόσμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσμογονίας — κοσμογονίᾱς , κοσμογονία creation fem acc pl κοσμογονίᾱς , κοσμογονία creation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμογονίαι — κοσμογονίᾱͅ , κοσμογονία creation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμογονίαν — κοσμογονίᾱν , κοσμογονία creation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμογονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμογονία («κοσμογονικοί μύθοι») 2. εντυπωσιακός, με τελείως νέα χαρακτηριστικά και δυνατότητες («κοσμογονικές αλλαγές»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cosmogonic (< cosmogony < κοσμογονία)… …   Dictionary of Greek

  • κοσμολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει γενικά το ον και το σύνολο του σύμπαντος, στην προσπάθεια να εναρμονίσει τις ποικίλες όψεις του που αποτελούν αντικείμενο των επιμέρους επιστημών. Από ιστορική άποψη, οι διάφορες κ. συνδέονται αναπόσπαστα με τη… …   Dictionary of Greek

  • χάος — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»